παραλιπεῖν

παραλιπεῖν
παραλείπω
leave on one side
aor inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέομαι — (AM δέομαι) κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός») αρχ. μσν. έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας») αρχ. 1. επιθυμώ («μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» ούτε να… …   Dictionary of Greek

  • συμπάθεια — η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α [συμπαθής] 1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω τής τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”